- διανοητῶν
- διανοητήςone who thinksmasc gen plδιανοητόςthat which isfem gen plδιανοητόςthat which ismasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
φυσιοκράτης — ο, Ν 1. ο οπαδός τής φυσιοκρατίας 2. στον πληθ. οι φυσιοκράτες (οικον.) καθεμία από τις ομάδες διανοητών τού 18oυ αιώνα οι οποίοι πρέσβευαν ότι η γη και η αγροτική παραγωγή είναι η μοναδική πηγή πλούτου και ευημερίας τών λαών και οι οποίοι… … Dictionary of Greek
Αξελός, Κώστας — (Αθήνα 1924 –). Φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και στην πρώτη φάση του Εμφυλίου. Μετά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας συνελήφθη εκ νέου,… … Dictionary of Greek
Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων … Dictionary of Greek
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek